Η αλήθεια είναι ότι η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθηση είναι δύο έννοιες που συχνά ταυτίζονται στο μυαλό μας. Έχουν, όμως, στην πραγματικότητα την ίδια σημασία και, αν όχι, πώς συνδέονται μεταξύ τους;
Η αυτοπεποίθηση αφορά την πίστη στις δεξιότητες και τις ικανότητές μας. Σημαίνει ότι αποδεχόμαστε και εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας ενώ νιώθουμε ότι έχουμε τον έλεγχο στη ζωή μας. Επιπλέον, οι άνθρωποι με αυτοπεποίθηση γνωρίζουν και είναι εξοικειωμένοι τόσο με τα δυνατά όσο και με τα αδύνατα σημεία. Το μέγεθος της αυτοπεποίθησης που νιώθουμε εξαρτάται από την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε και είναι φυσιολογικό να διαφέρει κατά περίπτωση.
Από την άλλη πλευρά, η αυτοεκτίμηση καθορίζει τη συνολική εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Περιγράφει κατά πόσο εκτιμάμε τον εαυτό μας και θεωρούμε ότι αξίζει. Η αυτοεκτίμησή μας αναπτύσσεται και αλλάζει τόσο ως αποτέλεσμα των εμπειριών της ζωής μας όσο και ανάλογα τις αλληλεπιδράσεις μας με άλλους ανθρώπους.
Πρόκειται, λοιπόν, για δύο έννοιες που, ενώ έχουν διαφορετική σημασία, είναι αλληλοσυνδεδεμένες. Πιο συγκεκριμένα, δεν μπορεί να υπάρξει αυτοπεποίθηση όταν εμφανίζουμε χαμηλή αυτοεκτίμηση. Παράλληλα, η αυτοπεποίθηση ως στάση ζωής αυξάνει τη συνολική αίσθηση πίστης στην αξία του εαυτού μας.
Βέβαια, ενώ οι άνθρωποι τείνουν συχνά να συγχέουν αυτές τις δύο έννοιες, η προσπάθεια που, συνήθως, καταβάλουν επικεντρώνεται στο πώς θα εμπιστεύονται περισσότερο τον εαυτό τους – πώς θα έχουν δηλαδή περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Η παρεξήγηση, όμως, αυτή και οι διαφορές των δύο όρων, μπορούν συχνά να κατευθύνουν τους ανθρώπους λανθασμένα. Κι αυτό γιατί η προσπάθεια που αναφέραμε παραπάνω περιγράφει στην ουσία τον αγώνα μας να γινόμαστε διαρκώς καλύτεροι για να μπορέσουμε να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Προσπαθούμε είτε να βελτιώνουμε διαρκώς ορισμένες ικανότητες είτε να αλλάζουμε την εξωτερική μας εμφάνιση σύμφωνα με τα πρότυπα που επικρατούν.
Αλλά τελικά, αυτό που “κρύβεται” πίσω από αυτήν την στάση είναι ο φόβος: ο φόβος ότι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τον εαυτό μας ή να γίνουμε αποδεκτοί για τους γύρω μας. Και η αλήθεια είναι ότι αυτός είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν τελειώνει ποτέ και ουσιαστικά απομακρύνει τον στόχο της βελτίωσης της αυτοπεποίθησης ή της αυτοεκτίμησης.
Αναμφισβήτητα, μπορεί να υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να αισθανόμαστε δυσαρεστημένοι με τον εαυτό μας που ξεκινάνε από την παιδική μας ηλικία. Οι απαιτήσεις που εισπράττουμε από το οικογενειακό ή το εκπαιδευτικό μας περιβάλλον, συχνά, καλλιεργούν μία απαίτηση: να γινόμαστε όλο και καλύτεροι με αποτέλεσμα να μην είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας.
Κι ενώ η αυτοεκτίμηση καθορίζεται από πολύ μικρή ηλικία, αρχίζει να αυξομειώνεται καθώς μεγαλώνουμε. Ένα μέρος αυτής της διακύμανσης συνήθως σχετίζεται με θέματα αυτοπεποίθησης που αφορούν την καριέρα μας, τον οικογενειακό μας ρόλο ή με την επιδίωξη της επίτευξης. Έχει παρατηρηθεί ακόμη και σε άτομα με έντονη προσωπικότητα να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση ως αποτέλεσμα ελλιπούς αγάπης προς τον εαυτό τους και ν’ αναζητούν, έτσι, κρυφά μέσα τους τη συνεχή έγκριση.
Αυτό που αξίζει να τονίσουμε είναι ότι όλοι, λιγότερο ή περισσότερο, είναι πιθανό να νιώσουμε ανασφάλεια ή αμφιβολίες για τον εαυτό μας. Είναι, όμως, σημαντικό να μπορούμε να επιτύχουμε μια υγιή ισορροπία ανάμεσα στα συναισθήματά μας και τους λόγους από τους οποίους προέρχονται.
Η κατανόηση των διαφορών αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ποιο από τα δύο μάς λείπει περισσότερο και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να “εργαστούμε”. Κι αυτό δεν είναι σημαντικό μόνο για να επέλθει η προσωπική ανάπτυξη αλλά και για να νιώσουμε υγιείς και ισορροπημένοι στην καθημερινότητά μας, έχοντας την ικανότητα να αντιμετωπίσουμε οτιδήποτε έρθει στην πορεία μας!